προσαμείβομαι
English (LSJ)
Dor. ποταμείβομαι, Med., answer, τινα Theoc.1.100.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰμείβομαι: дор. ποτᾰμείβομαι отвечать (τινα Theocr.).
Greek Monolingual
Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].
Greek Monotonic
προσαμείβομαι: Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.
Middle Liddell
doric ποτ
Mid., to answer, τινα Theocr.