πηρόδετος
English (LSJ)
πηρόδετον, binding a wallet, ἱμάς AP9.150 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 611] den Ränzel bindend oder an den Ränzel gebunden, ἱμάς, Antp. Sid. 96 (IX, 150).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à attacher la besace.
Étymologie: πήρα, δέω¹.
Russian (Dvoretsky)
πηρόδετος: служащий для подвязывания или перевязывания сумы (ἱμάς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πηρόδετος: -ον, δι’ οὗ δένεται πήρα, ἱμὰς Ἀνθ. Π. 9. 150.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ιμάντα, λουρί) αυτός με τον οποίο δένεται η πήρα («πηρόδετος ἱμάς», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + -δετος (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. μολυβδόδετος, παγόδετος].
Greek Monotonic
πηρόδετος: -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ.