ἀπρόσψαυστος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ἀπρόσψαυστον, not to be touched, Hdn.Epim.57.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se puede tocar ὁ ἀ. el intocable Hdn.Epim.57, glos. a οὐχ ὁμιλητόν Sch.A.Th.1891, τὸ ἀ. Eust.Op.310.64.
2 adv. -ως sin tocar περινοστεῖν Rh.1.640.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσψαυστος: -ον, ὅστις δὲν ἔχει μέρος νὰ «πιασθῇ» τις, καὶ τῷ μὲν λείῳ εἶχε [ὁ παγετὸς] τὸ ὀλισθηρὸν καὶ ἀπρόσψαυστον Εὐστ. Πονημάτ. 310. 64.