φλεβορραγία
English (LSJ)
ἡ, bursting of a vein, Hp.Acut. (Sp.) 40.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
αιμορραγία από φλέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο-ρραγία. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. γαλλ. phleborragie].
German (Pape)
ἡ, Blutaderbruch, Medic.