πλησιαστοῦ, ὁ, neighbour, Sch.rec.A.Pers.49.
πλησιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ πλησιάζων, γείτων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 49, Εὐστ. Πονημάτ. 260, 27.
ὁ, Μ πλησιάζω1. αυτός που πλησιάζει2. αυτός που διαμένει κοντά, ο γείτονας.