λευκοποιός
English (LSJ)
λευκοποιόν, that makes white, Sch.S.Aj.624.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λευκοποιός: -όν, ὁ ποιόν τι λευκόν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 625.
Greek Monolingual
λευκοποιός, -ον (Α) (για το γήρας)
αυτός που κάνει λευκό κάτι.
λευκοποιόν, that makes white, Sch.S.Aj.624.
λευκοποιός: -όν, ὁ ποιόν τι λευκόν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 625.
λευκοποιός, -ον (Α) (για το γήρας)
αυτός που κάνει λευκό κάτι.