ἐξαναστέφω
English (LSJ)
strengthened for ἀναστέφω, E.Ba.1055.
Spanish (DGE)
coronar fig. θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον E.Ba.1055.
German (Pape)
[Seite 868] ganz bekränzen, Eur. Bacch. 1055.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐξαναστέφω: обвивать сверху донизу (θύρσον κισσῷ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναστέφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀναστέφω, Εὐρ. Βάκχ. 1055.
Greek Monolingual
ἐξαναστέφω (Α)
στολίζω με στεφάνι, στεφανώνω («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐξαναστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω με στεφάνια λουλουδιών, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ψω
to crown with wreaths, Eur.