δίκερκος

Revision as of 12:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δίκερκον, with two tails, Ael. NA12.3.

Spanish (DGE)

-ον de dos colas, ἀρήν Ael.NA 12.3.

German (Pape)

[Seite 628] mit zwei Schwänzen, Ael. N. A. 12, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à double queue.
Étymologie: δίς, κέρκος.

Greek (Liddell-Scott)

δίκερκος: -ον, δύο οὐρὰς ἔχων, Αἰλ. π.Ζ.12.3.

Greek Monolingual

, η (Α δίκερκος, -ον)
νεοελλ.
κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των βουπρηστιδών
αρχ.
αυτός που έχει δύο ουρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δίς) + κέρκος, η «ουρά»].