δίκερκος
English (LSJ)
δίκερκον, with two tails, Ael. NA12.3.
Spanish (DGE)
-ον de dos colas, ἀρήν Ael.NA 12.3.
German (Pape)
[Seite 628] mit zwei Schwänzen, Ael. N. A. 12, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à double queue.
Étymologie: δίς, κέρκος.
Greek (Liddell-Scott)
δίκερκος: -ον, δύο οὐρὰς ἔχων, Αἰλ. π.Ζ.12.3.
Greek Monolingual
, η (Α δίκερκος, -ον)
νεοελλ.
κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των βουπρηστιδών
αρχ.
αυτός που έχει δύο ουρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δίς) + κέρκος, η «ουρά»].