-ίδος, ἡ, = μυλακρίς ΙΙ, Poll.7.19.
μυληθρίς, -ίδος, ἡ (Α)είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -θρίς (πρβλ. μυλωθρίς)].