= φλέω, EM795.43; = βρύω, Phot.
[Seite 1290] = φλέω, φλύω, βρύω, VLL.
φλεβάζω: (φλὲψ) φλέω, φλύω, βρύω, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 795, 43.
Α φλέψ, φλεβός]φλέω.