ἐνυποδύομαι
English (LSJ)
slip into, λόγοις S.E.M.2.49.
Spanish (DGE)
deslizarse dentro de fig. κακοτεχνία ... βλαπτικωτάτοις ἐνυποδύεται λόγοις S.E.M.2.49.
German (Pape)
[Seite 860] (s. δύω), hineingehen, λόγοις βλαπτικωτάτοις, sich darauf legen, Sext. Emp. adv. rhst. 2, 49.
Russian (Dvoretsky)
ἐνυποδύομαι: досл. (во что-л.) погружаться, перен. пускаться (λόγοις τισί Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυποδύομαι: ἀποθ., = ὑποδύομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 49.
Greek Monolingual
ἐνυποδύομαι (Α)
υπεισέρχομαι σε κάτι, γλιστρώ κάπου.