υπεισέρχομαι
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Greek Monolingual
ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ
1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος
2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά του
νεοελλ.
μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι
μσν.-αρχ.
1. διαδέχομαι
2. επηρεάζω, πείθω («εἴτε διὰ χρημάτων εἴτε διὰ τῆς ἀθέου αὐτῶν θρησκείας, κακῶσαι τοὺς χριστιανούς», Μάρκ. Δ.)
αρχ.
1. (για σκέψη) έρχομαι στον νου κάποιου
2. αναλαμβάνω («πρᾱον σχῆμ' ὑπεισελθών», Μέν.).