συναναπέμπω

Revision as of 12:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

send up together, Id.Rom.28.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich in die Höhe hinausschicken od. -werfen, Plut. Rom. 38.

French (Bailly abrégé)

exhaler ensemble.
Étymologie: σύν, ἀναπέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναπέμπω mede doen opstijgen.

Russian (Dvoretsky)

συναναπέμπω: вместе воссылать: σ. τί τινι εἰς οὐρανόν Plut. возносить что-л. с чем-л. на небо.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπέμπω: ἀναπέμπω, πέμπω πρὸς τὰ ἄνω ὁμοῦ, Πλούτ. Ρωμ. 28. ΙΙ. συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῖ, Θεοφίλ. Ἰνστιτοῦτα 3. 3, 95.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
1. αναγνωρίζω ως συγκληρονόμο
2. (κατά τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῖ»
αρχ.
αναπέμπω μαζί, στέλνω μαζί προς τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπέμπω «στέλνω προς τα πάνω, εκπέμπω»].

Greek Monotonic

συναναπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω προς τα πάνω από κοινού, αναπέμπω μαζί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ψω
to send up together, Plut.