αναπέμπω
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
Greek Monolingual
(Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω)
1. στέλνω προς τα επάνω
2. εκπέμπω, αναδίνω
3. απλώς στέλνω
(Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό
νεοελλ.
βγάζω φωνή, εκστομίζω
μσν.
(στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. στέλνω προς τα επάνω, δηλ. σε ψηλότερο μέρος και ειδικότερα από τα παράλια στο εσωτερικό ενός τόπου, στη μητρόπολη ή την πρωτεύουσα
2. ανάγω την καταγωγή μου, κατάγομαι
ΙΙ. μέσ.
1. στέλνω πίσω, επιστρέφω
2. στέλνω εκ μέρους μου
3. αναφέρομαι
ΙΙΙ. παθ. μεταβιβάζομαι, μεταδίδομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa- + πέμπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπομπή, ἀναπομπός
αρχ.-μσν.
ἀναπόμπιμος.