Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναπέμπω

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω)
1. στέλνω προς τα επάνω
2. εκπέμπω, αναδίνω
3. απλώς στέλνω
(Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό
νεοελλ.
βγάζω φωνή, εκστομίζω
μσν.
(στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. στέλνω προς τα επάνω, δηλ. σε ψηλότερο μέρος και ειδικότερα από τα παράλια στο εσωτερικό ενός τόπου, στη μητρόπολη ή την πρωτεύουσα
2. ανάγω την καταγωγή μου, κατάγομαι
ΙΙ. μέσ.
1. στέλνω πίσω, επιστρέφω
2. στέλνω εκ μέρους μου
3. αναφέρομαι
ΙΙΙ. παθ. μεταβιβάζομαι, μεταδίδομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa- + πέμπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπομπή, ἀναπομπός
αρχ.-μσν.
ἀναπόμπιμος.