[ῐ], Adv. from Troy, Pi.N.7.41.
adv.de Troie.Étymologie: Τρωΐα, -θεν.
Τρωΐᾱθεν: επίρρ., από την Τροία, σε Πίνδ.
Τρωΐᾱθεν: adv. дор. = Τροίαθεν.