Τροίαθεν

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Middle Liddell

from Troy, Od.; ἀπὸ Τροίηθε Il.; doric Τρωίᾱθεν Pind.

French (Bailly abrégé)

adv.
en venant de Troie.
Étymologie: Τροία, -θεν.

English (Slater)

Τροῐᾱθεν from Troy ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροαθεν ἀκροθινίων (sc. Νεοπτόλεμος) (N. 7.41)

Russian (Dvoretsky)

Τροίᾱθεν: эп.-ион. Τροίηθεν, дор. Τροΐᾱθεν adv. из Трои Hom., Pind., Eur. etc.