α, ον, = λαϊκός, Luc. Lex. 12.
λαικαλέος: Luc. v.l. = ληκαλέος.
λαικαλέος: -α, -ον, = λαικαστής, Λουκ. Λεξιφ. 12, ἔνθα ποτὲ λεκ-.
λαικαλέος, -α, -ον (Α)αισχρός, πόρνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαικάζω + κατάλ. -αλέος].