ὑπώπιος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
α, ον, with a black eye, Poll.8.79.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπώπιος: -α, -ον, ὁ ἔχων μεμωλωπισμένον ὀφθαλμόν, «ὑπερῳδηκώς, ὑπώπιος, ὑποπέλιδνος» Πολυδ. Η΄, 79.
Greek Monolingual
-ον, Α ὑπώπιον
αυτός που έχει μωλωπισμένα μάτια.