φερέκοσμος
English (LSJ)
φερέκοσμον, ornamental, Sor.1.2.
Greek (Liddell-Scott)
φερέκοσμος: -ον, ὁ φέρων κόσμον, κοσμητικός, Σωραν. 1. 3. Ermenns.
Greek Monolingual
-ον, Α
διακοσμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κόσμος (πρβλ. σωσίκοσμος, φιλόκοσμος)].