φιλόκοσμος
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
φιλόκοσμον, loving ornament, Ael.VH12.1; γυνή Sext.Sent.513, cf. Cat. Cod.Astr.2.175; φ. περὶ κόμην Plu.2.976f.
German (Pape)
[Seite 1281] den Schmuck, den Prunk liebend, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la parure, l'éclat.
Étymologie: φίλος, κόσμος.
Russian (Dvoretsky)
φιλόκοσμος: любящий украшать(ся): φ. περὶ κόμην Plut. любящий украшать волосы.
Greek (Liddell-Scott)
φιλόκοσμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κοσμήματα, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1· φ. περὶ τὴν κόμην Πλούτ. 2. 976F. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν τὸν κόσμον, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόκοσμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσουν πολύ τα στολίδια, τα κοσμήματα
νεοελλ.
αυτός που του αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, κοινωνικός
μσν.-αρχ.
εκκλ. αυτός που αγαπά και επιθυμεί τα κοσμικά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κοσμος (< κόσμος «τάξη, αρμονία»), πρβλ. νεκρόκοσμος].
Greek Monotonic
φῐλόκοσμος: -ον, αυτός που αγαπά τα κοσμήματα, σε Πλούτ.