σωσίκοσμος

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1061] die Ordnung oder die Welt erhaltend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

σωσίκοσμος: (ῐ) ὁ спаситель мира Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σωσίκοσμος: -ον, ὁ σῴζων τὸν κόσμον, ἐπίγραμμα εἰς τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου ἐν Ἀνθολ. Παλατ. 1. 94.

Spanish

salvador del mundo

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που σώζει τον κόσμο, ο σωτήρας του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < σῴζω + κόσμος (πρβλ. φιλόκοσμος)].

Léxico de magia

-ον salvador del mundo de Core σῶσόν με, σωσίκοσμε, Δήμητρος κόρη sálvame, salvadora del mundo, hija de Deméter SM 49 61