μάλβαξ

Revision as of 12:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, = μαλάχη, Luc.Alex. 25.

German (Pape)

[Seite 89] ακος, ἡ, bei Luc. Alex. 25 erdichtetes Wort für μαλάχη.

French (Bailly abrégé)

ακος (genre inconnu);
c. μαλάχη.

Russian (Dvoretsky)

μάλβαξ: ακος ἡ и ὁ Luc. = μαλάχη.

Greek (Liddell-Scott)

μάλβαξ: -ακος, ὁ, = μαλάχη, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 25.

Greek Monolingual

μάλβαξ, -ακος, ὁ (Α)
η μαλάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του λατ. malva «μαλάχη» (βλ. λ. μαλάκη)].

Greek Monotonic

μάλβᾰξ: -ακος, ὁ, = μαλάχη, σε Λουκ.

Middle Liddell

μάλβᾰξ, ακος, = μαλάχη, Luc.]