= λάθρᾳ, Corinn.Supp.1.13.
λαθράδαν (Α)επίρρ. λάθρα, λαθραία, με τρόπο λαθραίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + επιρρμ. κατάλ. -δαν (πρβλ. κρυφά-δαν)].