ἱμανήθρη

Revision as of 12:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, = ἱμονιά, Herod.5.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμανήθρη: (ἱμονήθρη Rutherfoed), ἡ, = ἱμονιά, τὴν ἱμανήθρην τοῦ κάδου ταχέως λῦσον Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 5. 11.

Greek Monolingual

ἱμανήθρη, ἡ (Α)
ιμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, -άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από ἱμανῶ < ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα -η-θρα (< επίθημα -θρον / -θρα παρεκτεταμένο με -η-), πρβλ. δακτυλήθρα, κολυμβήθρα].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: well-rope (Herod. 5, 11).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like κολυμβήθρα (: κολυμβάω), ἀλινδήθρα (: ἀλινδέω, ἀλίνδω) a. o. (Schwyzer 533, Chantr. Form. 373f.), so from a verb *ἱμανάω (Bechtel Dial. 3, 304) or *ἱμαίνω; s. on ἱμάς (esp. ἱμονιά).

Frisk Etymology German

ἱμανήθρη: {himanḗthrē}
Grammar: f.
Meaning: Brunnenseil (Herod. 5, 11).
Etymology : Bildung wie κολυμβήθρα (: κολυμβάω), ἀλινδήθρα (: ἀλινδέω, ἀλίνδω) u. a. (Schwyzer 533, Chantraine Formation 373f.), somit von einem Verb *ἱμανάω (Bechtel Dial. 3, 304) oder von *ἱμαίνω; s. zu ἱμάς.
Page 1,723