= κραυγάζω (bay, croak, cry aloud, shout, scream), παιδίον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανώμενον (v.l. -γόμενον) Hdt. 1.111, cf. Sch. Call. Aet. Oxy. 2079.20.
κραυγανάομαι [κραυγή] krijsen (van baby).