φθειροτραγέω

Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

eat lice, or perhaps eat pine seeds (φθείρ III), Hdt.4.109.

German (Pape)

[Seite 1270] Fichtenzapfen essen, Her. 4, 109, wo Andere aber vielleicht richtiger erkl. Läuse essen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
manger des poux.
Étymologie: φθείρ, τρώγω.

Russian (Dvoretsky)

φθειροτρᾰγέω: поедать шишки, питаться шишками Her.

Greek (Liddell-Scott)

φθειροτρᾰγέω: (φθεὶρ ΙΙΙ, τρώγω), τρώγω κώνους πίτυος (κατὰ τὸν Rittei), Ἡρόδ. 4. 190· ἄλλοι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ τρώγω φθεῖρας, ἴδε Βähr ἐν τόπῳ καὶ πρβλ. 4. 168· ― ἕτερος τύπος φθειροτρωκτέω, ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξείν. σ. 18 Huds. ― ὁ Στράβ. 499 (πρβλ. 492) μνημονεύει ἔθνος φθειροφάγων, κληθέντων οὕτως ἀπὸ τοῦ αὐχμοῦ καὶ τοῦ πίνους, πρβλ. Πλίν. 6. 4.

Greek Monotonic

φθειροτρᾰγέω: (φθεὶρ 3, τρώγω), τρώω κουκουνάρια, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

φθειροτρᾰγέω, φθείρ = τρώγω
to eat fir-cones, Hdt.