θεραπεύσιμος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
θεραπεύσιμος: -ον, δυνάμενος νὰ θεραπευθῇ, μεταγεν.
-η, -ο θεραπεύω
αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο δεκτικός θεραπείας.