πλανησίεδρος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἕδρα) having a wandering seat, i.e. moving about freely, of the knee-pan, Arist.HA494a5.
German (Pape)
[Seite 624] von umherschweifendem, unstätem Sitze, Arist. H. A. 1, 15.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰνησίεδρος: блуждающий, подвижной Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνησίεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔχων ἕδραν κινητήν, δηλ. ἐλευθέρως κινούμενος, ἐπὶ τῆς ἐπιγονατίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για την επιγονατίδα) αυτός που έχει κινητή έδρα, που κινείται ελεύθερα («σκέλους δὲ τὸ μὲν ἀμφικέφαλον μηρός, τὸ δὲ πλανησίεδρον μύλη», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < πλάνησις + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πολύεδρος].