πλανησίεδρος

From LSJ
Revision as of 22:00, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνησίεδρος Medium diacritics: πλανησίεδρος Low diacritics: πλανησίεδρος Capitals: ΠΛΑΝΗΣΙΕΔΡΟΣ
Transliteration A: planēsíedros Transliteration B: planēsiedros Transliteration C: planisiedros Beta Code: planhsi/edros

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἕδρα) having a wandering seat, i.e. moving about freely, of the knee-pan, Arist.HA494a5.

German (Pape)

[Seite 624] von umherschweifendem, unstätem Sitze, Arist. H. A. 1, 15.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰνησίεδρος: блуждающий, подвижной Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνησίεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔχων ἕδραν κινητήν, δηλ. ἐλευθέρως κινούμενος, ἐπὶ τῆς ἐπιγονατίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για την επιγονατίδα) αυτός που έχει κινητή έδρα, που κινείται ελεύθερα («σκέλους δὲ τὸ μὲν ἀμφικέφαλον μηρός, τὸ δὲ πλανησίεδρον μύλη», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < πλάνησις + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πολύεδρος].