ποικιλίς

Revision as of 22:05, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, an unknown bird which eats the lark's eggs, Arist.HA609a6.

German (Pape)

[Seite 649] ἡ, Name eines bunten Vogels, wie Stieglitz, Arist. H. A. 9, 1.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ),
sorte d'oiseau tacheté, pê le chardonneret, ARSTT. HA 9.1.
Étymologie: ποικίλος.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλίς: ίδος (ῐδ) ἡ «пеструшка» (род птицы) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλίς: -ίδος, ἡ, ἄγνωστόν τι πτηνὸν (πιθ. φέρον στίγματα) ὅπερ τρώγει τὰ ᾠὰ τοῦ κορυδαλλοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 13.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
είδος πτηνού, πιθ. με διάστικτο πτέρωμα, το οποίο τρώγει τα αβγά του κορυδαλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. αγαθίς)].