σκληρόσαρκος
English (LSJ)
σκληρόσαρκον, with hard flesh, Arist.HA486b9, de An.421a25, Phylotim. ap. Gal.6.727, Xenocr. ap. Orib.2.58.24, al.
German (Pape)
[Seite 901] von, mit trocknem, hartem, starrem Fleische, Arist. H. A. 1, 1.
Russian (Dvoretsky)
σκληρόσαρκος: с плотным телом (τὰ μορια, sc. τοῦ σώματος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σκληρόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν σάρκα, τραχὺ κρέας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 7, π. Ψυχῆς 2. 9, 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / σκληρόσαρκος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -σαρκος (< σαρξ, σαρκός)].