σταφισαγρία
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. είδος του φυτού δελφίνιο εξαιρετικά δηλητηριώδες σε μεγάλες δόσεις, αλλά φαρμακευτικό στις κατάλληλες, κν. αγριοσταφίδα, ψειροβότανο, παπαζότο κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. staphisagria].
Translations
stavesacre
Arabic: عَائِق جَبَلِيّ, زَبِيب الْجَبَل, زَبِيب بَرِّيّ, حَبّ الرَأْس; Catalan: estafisàgria; Chinese: 灭虱草; Farsi: زباندرقفا; Finnish: karvasritarinkannus; French: dauphinelle staphisaigre, herbe aux goutteux, herbe aux poux, pied-d'alouette staphisaigre, raisin sauvage, staphisaigre; German: Giftiger Rittersporn, Kräusesamen, Läusepfeffer, Läusesamen, Läusezahn, Lauswurz, Mittelmeer-Rittersporn, Stephanskorn, Stephanskraut; Greek: αγριοσταφίδα, δελφίνιο, παπαζότο, σταφισαγρία, ψειροβότανο; Ancient Greek: ἀγριοσταφίς, ἀπάνθρωπον, ἀρνοπολέμιον, ἀρσενωπή, ἀσταφὶς ἀγρία, σταφὶς ἀγρία, φθείριον, φθειροκτόνον; Hornjoserbsce: hniduš; Ido: stafisagro; Hungarian: csípős sarkantyúfű; Italian: stafisagria; Latin: Staphisagria macrosperma, Delphinium staphisagria; Portuguese: estafiságria, erva-piolha, delfim; Russian: живокость аптечная; Spanish: abarraz, albarraz, estafisagria, matapiojos; Swedish: giftriddarsporre; Turkish: bit otu