ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
ἀπαντητής, κάπηλος, ξεινοδόκος, ξενηδόκος, ξενοδόκος, ξενοδόχος, πανδοκεύς, πανδοκεύτρια, πανδοχεύς