ревностно
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
Russian > Greek
ἀπό σπουδῆς, ἐπιτηδείως, ἐπιτηδέως, ἐξεπίτηδες, ἀραρότως, ἐκτενῶς, ἐκτενέως, ἐν ἐκτενείᾳ, ἐσπευσμένως, ἐκθύμως, προθύμως