Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
ἐνεύδω (Α) εύδωκοιμάμαι μέσα ή πάνω σε κάτι («χλαῖναν... καὶ κώεα, τοῖσιν ἐνευδεν», Ομ. Οδ.).