παυστήριος

Revision as of 14:45, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

παυστήριον,
A fit for ending or fit for relieving, νόσου S.OT150.
II παυστήριον, τό, alleviation, Nic.Th.746; τοῦ κακοῦ Ar.Byz.Arg.S.OT11.
2 outwork, fence, Hsch.
3 pl., name of mountains on which Orion died, Id.

German (Pape)

[Seite 538] zum Aufhörenmachen, Stillen, Beruhigen gehörig, νόσου, Soph. O. R. 150; ὕπνος, Nic. Ther. 746.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut faire cesser, mettre fin à, gén..
Étymologie: παύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυστήριος -ον [παυστήρ] in staat om tot bedaren te brengen.

Russian (Dvoretsky)

παυστήριος: останавливающий, прекращающий (νόσου Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

παυστήριος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς κατάπαυσιν ἢ ἀνακούφισιν, νόσου Σοφ. Ο. Τ. 150· ὕπνος π. Νικ. Θηρ. 746. ΙΙ. παυστήριον, τὸ, ἀνακούφισις, Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Ο. Τ.

Greek Monolingual

-ον, Α παυστήρ
1. ο κατάλληλος για κατάπαυση, απαλλαγή ή ανακούφιση από κάτι, ανακουφιστικός, λυτρωτικός («Φοῖβος... νόσου παυστήριος», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παυστήριον
α) η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα
β) εμπόδιο, φραγμός
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Παυστήρια
τα όρη πάνω στα οποία πέθανε ο Ωρίων.

Greek Monotonic

παυστήριος: -ον, κατάλληλος για ανακούφιση ή περίθαλψη νόσου, σε Σοφ.

Middle Liddell

παυστήριος, ον,
fit for ending or relieving, νόσου Soph.

English (Woodhouse)

alleviating