ανακουφιστικός

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ανακούφιση, που ανακουφίζει, που ελαφρύνει
2. καθησυχαστικός, καταπραϋντικός, παρηγορητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερο λόγιο, σύνθετο < ανακουφίζω].