-άω, Α
1. κρεμώ κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι άλλο (α. «ἐρινά... ἃ περιαρτῶσι ταῖς συκαῖς», Πολυδ.
β. «δείξειε περίαπτον ὑπὸ τῶν γυναικῶν τῷ τραχήλῳ περιηρτημένον», Πλούτ.)
2. μέσ. περιαρτῶμαι, -άομαι
(για πρόσ.) κρεμώ κάτι στο σώμα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀρτῶ «κρεμώ»].