περιαρτώ

Revision as of 14:45, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-άω, Α
1. κρεμώ κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι άλλο (α. «ἐρινά... ἃ περιαρτῶσι ταῖς συκαῖς», Πολυδ.
β. «δείξειε περίαπτον ὑπὸ τῶν γυναικῶν τῷ τραχήλῳ περιηρτημένον», Πλούτ.)
2. μέσ. περιαρτῶμαι, -άομαι
(για πρόσ.) κρεμώ κάτι στο σώμα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀρτῶ «κρεμώ»].