οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Α(κατά τον Ησύχ.) «περίναιον, τὸ αἰδοῖον».[ΕΤΥΜΟΛ. < περίνεος / περίνεον πιθ. κατ' επίδραση του πηρίς, -ίνα (< πήρα)].