-ον, Α(για σύμπτωμα νόσου) αυτός που η διάγνωσή του είναι κάπως δύσκολη, ο κάπως ασαφής («ὑπάφωνον ῥῖγος», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄφωνος «αυτός που δεν έχει φωνή»].