φωτιστήριον
English (LSJ)
τό, lantern window, Glossaria (pl.).
German (Pape)
[Seite 1323] τό, Erleuchtungsort. – Bei den K. S. = φώτισμα.
Greek (Liddell-Scott)
φωτιστήριον: τό, βαπτιστήριον, Σωκράτ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 3. 7, 4, κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
εκκλ. τόπος στον οποίο τελείται το μυστήριο του βαπτίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. γυμναστήριον)].