δεμάτιον
English (LSJ)
τό, little binding, bundle, sheaf, Dim. of δέμα, Hippiatr.22, Sch.Theoc.4.18.
Spanish (DGE)
-ου, τό
manojo, pequeño haz en recetas πρασίου Hippiatr.22.22, ὑσσώπου Hippiatr.22.29, ἐρεβίνθου χλωροῦ δεμάτια δ' DP 6.37, Apoph.Patr.M.65.349A, κώμυθα· τὸ δεμάτιον Sch.Theoc.4.18b, δ.· manipulum, Gloss.2.268.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δεμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δέμα, Ἱππιατρ.: ὡσαύτως δεσμάτιον.