просверливать
From LSJ
αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast
Russian > Greek
τρυπάω, διαλέγω, τετραίνω, διατετραίνω, κατατιτράω, τιτράω, διατρυπάω, διαρρινέω
αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast
τρυπάω, διαλέγω, τετραίνω, διατετραίνω, κατατιτράω, τιτράω, διατρυπάω, διαρρινέω