ασπιδούχος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
ἀσπιδοῦχος, ο (Α)
1. ο ασπιδοφόρος
2. ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -ουχος < έχω].