καυκαλίδα

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ καυκαλίς, -ίδος)
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της τάξης τών σκιαδανθών και της οικογένειας τών σκιαδοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].