οκτασέλιδος

From LSJ
Revision as of 14:11, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

και οχτασέλιδος, -η, -ο (Μ ὀκτασέλιδος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από οκτώ σελίδες
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτασέλιδο και οχτασέλιδο
έντυπο ή χειρόγραφο που αποτελείται από οκτώ σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + σελίς, -ίδος].