οκτασέλιδος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
και οχτασέλιδος, -η, -ο (Μ ὀκτασέλιδος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από οκτώ σελίδες
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτασέλιδο και οχτασέλιδο
έντυπο ή χειρόγραφο που αποτελείται από οκτώ σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + σελίς, -ίδος].