χειρόγραφο
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
το / χειρόγραφον, ΝΜΑ, και χερόγραφον Α
βλ. χειρόγραφος.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
το / χειρόγραφον, ΝΜΑ, και χερόγραφον Α
βλ. χειρόγραφος.