κιγκλίδωμα
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
το (Μ κιγκλίδωμα)
φραγμός από κάγκελα, περίφραγμα από κιγκλίδες
νεοελλ.
φρ. «κιγκλίδωμα κλίμακας» — οι κιγκλίδες που τοποθετούνται στα πλάγια σκάλας και χρησιμεύουν ως στήριγμα εκείνων που ανέρχονται και κατέρχονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κιγκλιδῶ (< κιγκλίς, -ίδος ή από μεταπλασμό του κιγκλίζω [Ι]). Το νεοελλ. κιγκλιδώνω μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα. Μαρτυρείται εξάλλου και αρχ. ρηματ. επίθ. κιγκλιδωτός].