κιγκλίδωμα
From LSJ
ὁποία δ' ἦν αὕτη ἡ παίδευσις δύναταί τις γιγνώσκειν διάλογόν τινα τοῦ Πλάτωνος σκοπῶν → It's possible to find out what kind of education that was by examining one of Plato's dialogues
Greek Monolingual
το (Μ κιγκλίδωμα)
φραγμός από κάγκελα, περίφραγμα από κιγκλίδες
νεοελλ.
φρ. «κιγκλίδωμα κλίμακας» — οι κιγκλίδες που τοποθετούνται στα πλάγια σκάλας και χρησιμεύουν ως στήριγμα εκείνων που ανέρχονται και κατέρχονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κιγκλιδῶ (< κιγκλίς, -ίδος ή από μεταπλασμό του κιγκλίζω [Ι]). Το νεοελλ. κιγκλιδώνω μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα. Μαρτυρείται εξάλλου και αρχ. ρηματ. επίθ. κιγκλιδωτός].