οινοχόος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
Greek Monolingual
ο (Α οἰνοχόος)
(στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῖς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.)
αρχ.
αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν... δημοκρατουμένη πόλις ἑλευθερίας διψήσασα κακῶν οἰνοχόων προστατούντων τύχῃ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χόος (< χέω), πρβλ. υδροχόος.
Translations
cupbearer
Arabic: سَاقٍ, سَاقِيَة, سَاقِي; Belarusian: обер-шэнк; Bengali: সাকী; Bulgarian: виночерпец; Catalan: coper, copera; Czech: šenk, číšník, číšnice; Danish: mundskænk; Dutch: schenker; English: cupbearer, cup-bearer, cup bearer, cupper; Esperanto: pokalisto; Faroese: skeinkjari; Finnish: juomanlaskija; French: échanson; Georgian: მწდე, მერიქიფე; German: Mundschenk, Schenk, Mundschenkin, Schenkin; Greek: οινοχόος; Ancient Greek: ἐπεγχύτης, ἐπικέρνης, οἰνοδόχος, οἰνοχόη, οἰνοχόος, πιγκέρνης, φιαληφόρος, χαλιδοφόρος; Hungarian: pohárnok; Icelandic: byrlari, skutilsveinn; Italian: coppiere, coppiera; Latin: pincerna, pocillator; Lithuanian: pataurininkis; Norwegian Bokmål: munnskjenk; Persian: ساقی; Polish: podczaszy, cześnik; Portuguese: copeiro, copeira; Romanian: paharnic, ceașnic, păhărniceasă; Russian: виночерпий, обер-шенк; Scottish Gaelic: gille-cupa; Serbo-Spanish: copero, copera; Swedish: munskänk, ganymed, skänksven; Turkish: saki; Ukrainian: обер-шенк, виночерпій, виночерпець, чашник, підчаший; Urdu: ساقی