εἰσηγέομαι
English (LSJ)
Dor. εἰσᾱγ-, fut. -ήσομαι,
A lead in, εἰσηγοῦ σὺ λαβὼν ἡμᾶς Ar.Av.647 ; bring in, introduce, ἀοιδάς Simon.174 (dub.); ofreligious rites, Hdt.2.49; δημαγωγίαν Plb.2.21.8; ἔθος D.H.11.50. 2 introduce, propose, τὴν πεῖραν Th.3.20; γῆς ἀναδασμούς Pl.Lg.684e ; νόμον Diph.38, cf. D.18.148, etc. ; δόγμα Ph.1.140,al.; εἰ. περί τινος make a proposal on a subject, Isoc.4.170 : c. inf., propose, εἰ. τὴν αὐλητρίδα χαίρειν ἐᾶν to let her go, Pl.Smp.176e, cf. Cri.48a, cf. D.H. 6.51, Plu.Publ.16; τοῦτο τὸ μάθημα, ὅτι καλὸν εἴη Pl.La.179e ; εἰ. ὅπως.. Plu.Them.20; εἰσηγουμένου τινός at his proposal, on his motion, Th.4.76, cf. IG5(1).1451.6 (Messene, ii A.D.), etc. 3 εἰσηγεῖσθαί τινι represent to a person, ἐσηγεῖται.. τοῖς ἐν τέλει οὖσιν ὡς οὐ χρεών.. Th.7.73: hence, advise, instruct, τοιαῦτα μέντοὐγὼ φρονεῖν τούτοισιν εἰσηγησάμην Ar.Ra.972 ; τοῖς νεωτέροις Isoc.1.4 ; εἰ. τοῖς πολεμίοις ἃ χρὴ καταλαβεῖν τῶν χωρίων Lys.14.35. 4 relate, narrate, explain, τινί τι Pl.Smp.189d; λόγον τινί Id.Ti.20d.